- ἀθέρος
- ἀθήρawnmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άθερος — η, ο αυτός που δεν θερίστηκε, ο αθέριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θερίζω πρβλ. καρπίζω άκαρπος, σπλαχνίζομαι άσπλαχνος] … Dictionary of Greek
άθερος — η, ο αυτός που δε θερίστηκε, αθέριστος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Атеросклероз — Изменения в сосуде (процесс развития а … Википедия
Kefalonia (Gemeinde) — Gemeinde Kefalonia Δήμος Κεφαλονιάς … Deutsch Wikipedia
αθερίζω — ἀθερίζω (Α) δίνω μικρή σημασία σε κάτι, περιφρονώ, αδιαφορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Είτε παράγεται από αρχ. τ. *ἄθερος, που θα συνδεόταν προς το αρχ. ινδ. adhara και θα σήμαινε όπως αυτό «τον μηδαμινό, ανάξιο λόγου», είτε συνδέεται προς… … Dictionary of Greek